- δίδυμα
- Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται γύρω στα 3-4 δ. ανά χίλιους τοκετούς. Τα κριτήρια ταξινόμησης των δ. είναι ποικίλα. Τα δ. υποδιαιρούνται, εκτός της ομοιότητάς τους (δ. όμοια και ανόμοια), ανάλογα με την προέλευσή τους από ένα ή δύο ωάρια (δ. μονοωικά ή διωικά). Με πιο επιστημονικό κριτήριο, σήμερα, διακρίνονται σε δ. που προέρχονται από έναν μόνο ζυγώτη ή από δύο ζυγώτες. Στην πρώτη περίπτωση και τα δύο δ. είναι του ίδιου φύλου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να είναι διαφορετικού φύλου. Όσον αφορά την αιτία στην οποία οφείλονται οι δίδυμοι τοκετοί, αυτή αποδίδεται σήμερα σε κληρονομικούς λόγους. Από παθολογικής άποψης θεωρείται ότι, σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ των δ. και των άλλων ανθρώπων. Ασυμφωνία υπάρχει όσον αφορά τις διάφορες απόψεις σχετικά με τις ψυχολογικές ιδιότητες και τη συμπεριφορά των δ. Πάντως, αν και υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στον χαρακτήρα των δ., αυτές τείνουν να περιοριστούν σταδιακά με την ενηλικίωση, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η καθοριστική επίδραση του περιβάλλοντος που ασκείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.